υποκαταστάτης

υποκαταστάτης
ο / ὑποκαταστάτης, ΝΜΑ [ὑποκαθίστημι]
1. αντικαταστάτης, αναπληρωτής
2. χημ. άτομο, ομάδα ή μόριο που συνδέεται με το κεντρικό άτομο μιας σύμπλοκης ένωσης, όπως είναι λ.χ. τα μόρια τού νερού, τής αμμωνίας και τού μονοξειδίου τού άνθρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”